all along
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
all along (en)
- (ιδιωματισμός) όλο τον καιρό
- ↪ I knew it all along (from the start).
- Το ήξερα όλο τον καιρό (απ' την αρχή).
- ↪ I knew it all along (from the start).