amcic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Καβυλικά (kab)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

amcic αρσενικό (θηλυκό: tamcict)

  1. (θηλαστικό ζώο) η γάτα
  2. (ειδικότερα) ο γάτος, η αρσενική γάτα