anticlérical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anticlérical (fr) αρσενικό
- αντικληρικαλιστής, αυτός που εναντιώνεται στην επιρροή και την ανάμιξη του κλήρου στην πολιτική ζωή.
Επίθετο[επεξεργασία]
anticlérical (fr)