astonish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας astonish
γ΄ ενικό ενεστώτα astonishes
αόριστος astonished
παθητική μετοχή astonished
ενεργητική μετοχή astonishing

Ρήμα[επεξεργασία]

astonish (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]