at a premium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
at a premium (en)
- (ιδιωματισμός) στα ύψη, ακριβά, πανάκριβα, υπάρχει λίγο διαθέσιμο και είναι δύσκολο να το αποκτήσω
- ↪ Space, in a dictionary, is at a premium.
- Ο χώρος, σε ένα λεξικό, είναι στα ύψη.
- ↪ Space, in a dictionary, is at a premium.