aufführen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
aufführen (de)
- (μεταβατικό) ανεβάζω, εκτελώ
- (μεταβατικό) αναφέρω
- sich aufführen - συμπεριφέρομαι, φέρνομαι