avow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

μεσοαγγλικά avow (με σημασίες: ‘αναγνωρίζω, παραδέχομαι, εγκρίνω’ και ‘εγγυώμαι’) < παλαιογαλλικά avouer ‘αναγνωρίζω, παραδέχομαι’ < λατινικά advocare ‘καλώ-κλητεύω σε άμυνα’
(βλέπε: avouch)

Προφορά[επεξεργασία]

/əˈvaʊ/

Ρήμα μεταβατικό[επεξεργασία]

avow

Συνώνυμα[επεξεργασία]

παραδέχομαι-αναγνωρίζω: assert, declare, state, maintain, aver, attest, swear, vow, insist; confess, admit; asseverate (σπάνιο)


μτχ. δηλωμένος ανοιχτά declared, sworn, self-confessed, confessed, self-proclaimed, acknowledged, admitted, open, overt; known

Συγγενικά[επεξεργασία]