be in and out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
be in and out (en)
- (ιδιωματισμός) μπαινοβγαίνω
- ↪ He is constantly in and out of the hospital.
- Διαρκώς μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο.
- ↪ He is constantly in and out of the hospital.