białko

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
białko < biały

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbʲjawkɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

białko (pl) ουδέτερο

  1. ασπράδι:
    • του αυγού
    • του ματιού
  2. (χημεία) πρωτεΐνη