bite your tongue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
bite your tongue (en)
- (μεταφορικά) δάγκωσε τη γλώσσα σου, σταμάτα να λες κάτι ή σταμάτα να εκφράζεις τα αισθήματά σου
Πηγές[επεξεργασία]
- bite your tongue - Cambridge Dictionary online
- bite your tongue - Oxford Learner's Dictionaries