boiling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός boiling
συγκριτικός more boiling
υπερθετικός most boiling

Ετυμολογία [επεξεργασία]

boiling < boil + -ing

Επίθετο[επεξεργασία]

boiling (en)

  1. βραστός, βρασμός
    The water is boiling.
    Το νερό είναι βραστό.
    the boiling point - το σημείο βρασμού
  2. (ανεπίσημο) καυτός, πάρα πολύ ζεστός
    the boiling sun - ο καυτός ήλιος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη scorching

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

boiling (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 175, 441. ISBN 9780194325684. , λήμμα: βραστός, καυτός