boil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
boil boils

boil (en)

  1. το σημείο του δέρματος όπου συγκεντρώνεται πύον λόγω κάποιας μόλυνσης
  2. βρασμός

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας boil
γ΄ ενικό ενεστώτα boils
αόριστος boiled
παθητική μετοχή boiled
ενεργητική μετοχή boiling

boil (en)

  • βράζω
    I am boiling eggs.
    Βράζω αυγά.

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 174. ISBN 9780194325684. , λήμμα: βράζω