brak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /brak/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

brak (pl) αρσενικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
  • πολλές φορές χρησιμοποιείται χωρίς το αντίστοιχο υπάρχω
    na parkingu (jest) brak wolnych miejsc - στο πάρκινγκ υπάρχει έλλειψη ελεύθερων θέσεων

Συγγενικά[επεξεργασία]