breadth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

breadth (en)

  1. το φάρδος, το πλάτος ενός αντικειμένου
  2. το εύρος (των γνώσεων ή των ικανοτήτων κάποιου
  3. ένα κομμάτι ύφασμα σταθερού φάρδους