brute force

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

brute force < → δείτε τις λέξεις brute και force

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɹut ˈfɔɹs/ (ΗΠΑ)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

brute force (en)

  1. ωμή βία
  2. (επιστήμη υπολογιστών) η τεχνική όπου ο υπολογιστής δοκιμάζει όλες τις παραλλαγές ενός προβλήματος έως ότου βρεθεί κάποια που παρέχει μια λύση, σε αντίθεση με την εφαρμογή ενός έξυπνου αλγορίθμου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • brute force στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια