buffeting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
buffeting (en)
- το να χτυπώ επαναληπτικά-ασταμάτητα-καταιγιστικα-αλληλουχικά με οτιδήποτε (και μεταφορικά)
- σφαλιαροκαταιγισμός, τσουνάμι από μάπες
- (αεροπορικός όρος) αναταράξεις σε πτήση