buy-to-let
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
buy-to-let (en)
- που άναφέρεται στο ουσιαστικό buy-to-let
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
buy-to-let (en)
- αγοράζω με σκοπό να νοικιάσω (σε άλλον)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- buy to let (ρήμα)