can't help
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
can't help (en) (ιδιωματισμός)
- δεν μπορώ να αποφύγω να κάνω κάτι
- ↪ I couldn’t help but go./I couldn't help going.
- Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς έπρεπε να πάω.
- ↪ I couldn’t help crying.
- Δεν μπορούσα να μην κλαίω.
- ↪ I couldn’t help myself.
- Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
- ↪ I couldn’t help but go./I couldn't help going.
- δεν φταίω
- ↪ I can’t help it if he is being so foolish.
- Δεν φταίω εγώ αν αυτός είναι τόσο ανόητος.
- ↪ I can’t help it if he is being so foolish.
- δεν γίνεται αλλιώς
- ↪ It can’t be helped.
- Δεν γίνεται αλλιώς.
- ↪ It can’t be helped.
- προσπαθώ να κάνω όσο λιγότερα γίνεται
- ↪ I won’t tell him more than I can help. (=I will tell him as little as possible.) (το τελευταίο είναι μια πιο κυριολεκτική μετάφραση)
- Θα του πω όσο λιγότερα γίνεται.
- ↪ I won’t tell him more than I can help. (=I will tell him as little as possible.) (το τελευταίο είναι μια πιο κυριολεκτική μετάφραση)