capturer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
capturer (fr)
- αιχμαλωτίζω
- αποτυπώνω
- (μεταφορικά) γοητεύω
- il sait trouver les mots pour capturer son auditoire
- ξέρει να βρίσκει τις λέξεις για να γοητεύει το ακροατήριό του
- il sait trouver les mots pour capturer son auditoire