carry on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | carry on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carries on |
αόριστος | carried on |
παθητική μετοχή | carried on |
ενεργητική μετοχή | carrying on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
carry on (en)
- συνεχίζω να κάνω κάτι
- ↪ Despite the fact that it was snowing heavily, Timmy carried on climbing the mountain.
- Παρά το γεγονός ότι χιόνιζε σε πολύ μεγάλο βαθμό, ο Τίμι συνέχιζε να σκαρφαλώνει το βουνό.
- ↪ Despite the fact that it was snowing heavily, Timmy carried on climbing the mountain.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη continue