change one's ways
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- (ιδιωματισμός) διορθώνομαι, αρχίζω να ζω ή να συμπεριφέρομαι με διαφορετικό τρόπο από πριν
- ↪ I was deceived into believing that he would change his ways.
- Γελάστηκα και πίστεψα ότι θα μπορούσε να διορθωθεί.
- ↪ I was deceived into believing that he would change his ways.