διορθώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯oɾˈθo.no.me/ & /ðʝoɾˈθo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ορ‐θώ‐νο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
διορθώνομαι , πρτ.: διορθωνόμουν, αόρ.: διορθώθηκα, μτχ.π.π.: διορθωμένος, (ενεργ.: διορθώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος διορθώνω → δείτε και την κλίση