chodzić
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
chodzić (pl)
- περπατώ, διαβαίνω
- πηγαίνω, συχνάζω
- (για μηχανισμό) δουλεύω
- (για μέσα μαζικής μεταφοράς) περνάω
- pomiędzy tymi miasteczkami nie chodzi o tej porze żaden autobus - μεταξύ αυτών των δύο πόλεων δεν περνάει αυτήν την εποχή κανένα λεωφορείο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- o co ci chodzi?:
- τι πρόβλημα έχεις;
- τι σε νοιάζει;
- o co chodzi?: τι τρέχει; τι γίνεται; περί τίνος πρόκειται;