chuck out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | chuck out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chucks out |
αόριστος | chucked out |
παθητική μετοχή | chucked out |
ενεργητική μετοχή | chucking out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]chuck out (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο