chwila
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chwila (pl) θηλυκό
- η στιγμή
- μικρό χρονικό διάστημα
- περίσταση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- w ostatniej chwili
- w tej chwili
- za chwilę: σε ένα λεπτό, μια στιγμή