cielęcina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌʨ̑ɛlɛ̃ɲˈʨ̑ĩna/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cielęcina (pl) θηλυκό
- το μοσχαρίσιο κρέας
- το φαγητό από μοσχάρι
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο βλάκας (συνήθως για νεαρό άτομο)