clobber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clobber (en)
- τύπος πορσελάνινης σμαλτογραφίας• επισμαλτωμένα διακοσμητικά στοιχεία σε πορσελάνη
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | clobber |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clobbers |
αόριστος | clobbered |
παθητική μετοχή | clobbered |
ενεργητική μετοχή | clobbering |
- πλήττω, χτυπώ κάποιον με δύναμη
- πλήττω, επηρεάζω κάποιον άσχημα ή τον τιμωρώ, ειδικά κάνοντας τον να χάσει χρήματα
- ↪ The country’s economy is being clobbered by the rise in oil prices.
- Η οικονομία της χώρας πλήττεται από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου.
- ↪ The country’s economy is being clobbered by the rise in oil prices.
- ξεσκίζω, νικώ τον αντίπαλο με μεγάλη διαφορά