clobber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
- χτυπώ κάποιον με δύναμη, κοπανώ, χτυπώ, πλήττω
- (μεταφορικά) προξενώ βλάβη-ζημιά-σφάλμα-πρόβλημα, πλήττω
- (μεταφορικά) κριτικάρω έντονα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clobber (en)
- τύπος πορσελάνινης σμαλτογραφίας• επισμαλτωμένα διακοσμητικά στοιχεία σε πορσελάνη