comfortably

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός comfortably
συγκριτικός more comfortably
υπερθετικός most comfortably

Ετυμολογία [επεξεργασία]

comfortably < comfortable + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

comfortably (en)

  1. άνετα, βολικά, ξεκούραστα, χωρίς ταλαιπωρία
    By airplane, you travel quickly and comfortably.
    Με το αεροπλάνο ταξιδεύεις γρήγορα και άνετα.
    He sat comfortably on the couch, in a relaxed position.
    Κάθισε άνετα στον καναπέ, σε ξεκούραστη στάση.
    I am not sitting comfortably at all.
    Δεν κάθομαι καθόλου βολικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leisurely
  2. άνετα, εύκολα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο
    Small cars park comfortably anywhere.
    Τα μικρά αυτοκίνητα παρκάρουν άνετα οπουδήποτε.
    With the means he has, he lives comfortably without working.
    Με το εισόδημα που έχει, ζει άνετα χωρίς να δουλεύει.
    When you internalize the rules of English grammar, you will speak it more comfortably.
    Όταν εσωτερικεύσεις τους κανόνες της γραμματικής της αγγλικής, θα τη μιλάς πιο άνετα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη easily

Πηγές[επεξεργασία]