easily
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | easily |
συγκριτικός | easilier / more easily |
υπερθετικός | easiliest / most easily |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
easily (en)
- εύκολα, χωρίς προβλήματα ή δυσκολίες
- ↪ The clay is worked easily.
- Ο πηλός δουλεύεται εύκολα.
- ↪ He learns/gets angry easily.
- Μαθαίνει/θυμώνει εύκολα.
- ≈ συνώνυμα: comfortably και conveniently
- ↪ The clay is worked easily.