complicate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | complicate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | complicates |
αόριστος | complicated |
παθητική μετοχή | complicated |
ενεργητική μετοχή | complicating |
Ρήμα[επεξεργασία]
complicate (en)
- μπλέκω, περιπλέκω
- ↪ His refusal complicated the situation.
- Η άρνησή του έμπλεξε την κατάσταση.
- ↪ This complicates things.
- Αυτό περιπλέκει την κατάσταση.
- ↪ The issue is complicated by his refusal.
- Το θέμα περιπλέκεται από την άρνησή του.
- ↪ His refusal complicated the situation.