confident

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός confident
συγκριτικός more confident
υπερθετικός most confident

Επίθετο[επεξεργασία]

confident (en)

  1. σίγουρος, θετικός σχετικά με ένα ζήτημα
    I am confident in the result.
    Είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certain
  2. που έχει αυτοπεποίθηση

Πηγές[επεξεργασία]