consistorialement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

consistorialement < consistorial + -ment

Επίρρημα[επεξεργασία]

consistorialement (fr)

  1. (παρωχημένο) με τη σύσκεψη ενός εκκλησιαστικού συνεδρίου
  2. σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές του παραπάνω συνεδρίου