converse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | converse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | converses |
αόριστος | conversed |
παθητική μετοχή | conversed |
ενεργητική μετοχή | conversing |
converse (en)
- (αμετάβατο, επίσημο) συνομιλώ, συνδιαλέγομαι
- ↪ The two ministers met and conversed about issues of their domain.
- Οι δύο υπουργοί συναντήθηκαν και συνομίλησαν για θέματα της αρμοδιότητάς τους.
- ↪ The two ministers met and conversed about issues of their domain.
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkɑːnvɜːrs/ (ΗΠΑ)
Επίθετο[επεξεργασία]
converse (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
converse (en)