coping
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coping (en)
- η κορυφή, συνήθως κοίλη ή επικλινής
- δρομικός τουβλότοιχος ή πετρότοιχος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
coping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του cope