coping

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkəʊpɪŋ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

coping (en)

  1. η κορυφή, συνήθως κοίλη ή επικλινής
  2. δρομικός τουβλότοιχος ή πετρότοιχος

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

coping (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]