coram
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
coram (χωρίς παραθετικά)
- κατά πρόσωπο
- δημοσίως
- φανερά, απροκάλυπτα
Πρόθεση[επεξεργασία]
coram
- (με αφαιρετική) πρό, ενώπιον, μπροστά από