correctionnellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- correctionnellement < correctionnelle ('θηλυκό του correctionnel) + -ment
Επίρρημα[επεξεργασία]
correctionnellement (fr)
- σύμφωνα με τους κανόνες των ποινικών δικαστηρίων