corrigenda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διαγλωσσικοί όροι[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- corrigenda < (λόγιο δάνειο) λατινική corrigenda, πληθυντικός του corrigendum • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
corrigenda ουδέτερο στον πληθυντικό
- (βιβλιογραφική παραπομπή) παροράματα, η ενότητα με τα διορθωτέα σ' ένα βιβλίο ή κείμενο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]