courtly
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
courtly (en)
- που αναφέρεται ή σχετίζεται με τη βασιλική αυλή
- the courtly intrigues: οι δολοπλοκίες της αυλής
- που ταιριάζει σε ευγενείς, σε ανθρώπους της αυλής, ευγενικός, ιπποτικός
- courtly love was praised in the troubadours' songs