csv

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Διεθνείς όροι[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

csv < αγγλική comma, separated, value

Συντομομορφή[επεξεργασία]

csv (en) συντομογραφία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • csv στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «Τι είναι csv αρχείο;». Προσπέλαση 2020-03-16