dégénération
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dégénération < δημώδης λατινική degeneratio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dégénération (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : degeneration |
dégénération (fr) θηλυκό