déséquilibrer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- déséquilibrer < dés- + équilibrer
Ρήμα[επεξεργασία]
déséquilibrer (fr)
- προκαλώ την ανισορροπία, κάνω κάτι να χάσει την ισορροπία του