długo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
długo < długi
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
długo (pl)
- (τοπικό) μακριά
- (χρονικό) πολύ
- jak długo będziemy czekać? - πόσο πολύ θα περιμένουμε;
- ta wycieczka trwała bardzo długo - αυτή η εκδρομή κράτησε πάρα πολύ