daring
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | daring |
συγκριτικός | more daring |
υπερθετικός | most daring |
daring (en)
- τολμηρός, που δε διστάζει να κάνει επικίνδυνες ή ασυνήθιστες ενέργειες, για να υπερνικήσει εμπόδια
- ↪ a daring soldier - τολμηρός στρατιώτης
- ↪ He succeeded because he is a daring trader/entrepreneur.
- Πέτυχε, γιατί είναι τολμηρός έμπορος/επιχειρηματίας.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
daring (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του dare