denomination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

denomination (en)

  1. το δόγμα, η ομολογία
    people of the town belong to several Christian denominations
  2. η ονομαστική αξία ενός χαρτονομίσματος