derail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

derail (en)

  1. εκτροχιάζω
  2. (μεταφορικά) ενεργώ ώστε κάτι να ξεφύγει από την πορεία του
  1. εκτροχιάζομαι
  2. (μεταφορικά) εκτροχιάζομαι, παρεκκλίνω, ξεφεύγω από την πορεία μου