dik-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dik- < γερμανική dick

Ρίζα[επεξεργασία]

dik- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: χοντρός

Παράγωγα[επεξεργασία]