dil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dil (tr)

  1. η γλώσσα (το όργανο του σώματος)
  2. η γλώσσα ( ο κώδικας επικοινωνίας)

Κλίση[επεξεργασία]