dilatoirement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dilatoirement < dilatoire
Επίρρημα[επεξεργασία]
dilatoirement (fr)
- με καθυστέρηση, με πρόσθετη διάρκεια
dilatoirement (fr)