disappointing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | disappointing |
συγκριτικός | more disappointing |
υπερθετικός | most disappointing |
disappointing (en)
- απογοητευτικός
- ↪ The news has been disappointing.
- Τα νέα ήταν απογοητευτικά.
- ↪ The news has been disappointing.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
disappointing (en)