disburse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | disburse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disburses |
αόριστος | disbursed |
παθητική μετοχή | disbursed |
ενεργητική μετοχή | disbursing |
Ρήμα[επεξεργασία]
disburse (en)
- εκταμιεύω
- ↪ The same sources consider it impossible to disburse the money.
- Οι ίδιες πηγές θεωρούν αδύνατο να εκταμιευθούν τα χρήματα.
- ↪ The same sources consider it impossible to disburse the money.